Ένα βράδυ αρχές του Απριλίου 2007 περιδιαβαίνοντας τα λογοτεχνικά ιστολόγια - τα κατά κόσμο μπλογκς - βρέθηκα σε ένα τόπο που έφερε τον τίτλο "Σημύδες". Ένας ποιητής διαφορετικός από όσους είχα δει μέχρι τότε στους ιστότοπους, μια μεγάλη δεξαμενή της ελληνικής γλώσσας, μια αστείρευτη πηγή νεολογισμών και γλωσσικών εφευρημάτων.
Ο Σωκράτης Ξένος έγραφε στίχους με την ίδια ευχέρεια που ο Μότσαρτ
έγραφε νότες, απαντούσε στα ανοιχτά σχόλια των αναγνωστών με ευγένεια,
με υπομονή, χωρίς να φαίνεται πως εντυπωσιάζεται από τις εκδηλώσεις
αρκετές φορές λατρείας των φίλων του για την ποίηση του. Ψάχνοντας έμαθα
ότι είναι εκπαιδευτικός και ότι ζούσε στο εξωτερικό.
Μια βραδιά
διάβασα ένα στίχο του που αποτυπώθηκε βαθιά μέσα μου:"με την αγάπη
λειτουργώ το αδιέξοδο, δε βρίσκω άλλο εξέχον κερί..."
Τότε ήταν που ήρθε στα αυτιά μου το πρώτο μουσικό θέμα."Μικρό ροδάκινο, στόχε υψηλέ, με τόσα πρόθυμα κλαδιά, πόσο το μέτωπό σου ζήλεψε χώματα" σι-ντο#-ρε-μι-φα#-ρε, από δω άρχισε η κιθάρα να πλημμυρίζει σημύδες.
"Σε
έχει απορροφήσει τόσο η ποίηση..., του έγραψα, καμιά
φορά αναρωτιέμαι αν είσαι άνθρωπος, ελαιογραφία ή κομποσκοίνι".
Το ετοίμασα σε mp3, το φόρτωσα, πάτησα "αποστολή" κι η μουσική έστρεψε προς το Βορρά της Ευρώπης ξεκινώντας για το μακρύ ταξίδι της αντάμωσης με την ακοή του.
Την επόμενη μέρα ανοίγοντας
τον υπολογιστή κοίταξα στην οθόνη με αγωνία. Άραγε τι εντύπωση θα του
έκανε; Πετάχτηκα από την καρέκλα, σαν άκουσα τη μουσική και αντίκρισα
την ιδιόχειρη παρτιτούρα μου ταπετσαρία στο ιστολόγιο του Ξένου.
Από την στιγμή εκείνη άρχισαν να γράφονται οι "Σημύδες, σουίτα για κιθάρα", μέσα σε ένα περιβάλλον λυρισμού και ψυχικής έντασης που γεννάει η δημιουργία.
Κώστας Μπραβάκης.
